Η στρατηγική του «βαστάτε με...»
Πολλοί έχουν το δικαίωμα να κραυγάζουν για μια ακόμη φορά για την δυσμενή εξέλιξη περί το «νεομακεδονικό», αλλά εμείς δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τους πάρουμε στα σοβαρά.
Πολλοί έχουν το δικαίωμα να κραυγάζουν για μια ακόμη φορά για την δυσμενή εξέλιξη περί το «νεομακεδονικό», αλλά εμείς δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τους πάρουμε στα σοβαρά.
Όλα τα ζώα μαθαίνουν από τις εμπειρίες τους. Πολύ περισσότερο οι άνθρωποι. Μόνο κάτι αμετανόητοι εθνικιστές συνεχίζουν να εθελοτυφλούν προσθέτοντας εμπόδια στον ήδη δύσκολο δρόμο της χώρας στο διεθνές σκηνικό.
Η εξωτερική μας πολιτική είχε βαλτώσει χρόνια τώρα στο νεομακεδονικό. Ξεκίνησε αιχμάλωτη από τις ρητορείες και τις κορόνες της δεκαετίας του ’90 και συνέχισε αιχμάλωτη από την έλλειψη θάρρους και συνεννόησης του πολιτικού κόσμου.
Όσο ο δημόσιος διάλογος περνά από τα παράθυρα τόσο θα εγκλωβιζόμαστε σε ανόητες -που μοιάζουν με εθνικοπατριωτικές- απόψεις.
Αφού καμαρώσαμε τους μαθητές με τις ομοιόμορφες στολές τους, αφού τους ευχηθήκαμε -«άντε και του χρόνου!» - δεν τους ρωτάμε κι όλας γιατί παρελάσανε ή έστω τι γιορτάσαμε χθες;
Αυτή η χώρα έχει περί τα 10 εκατομμύρια Έλληνες. Φιλέλληνες δεν γνωρίζω αν υπάρχουν. Aνθρωποι δηλαδή που δεν θα μαγαρίζουν με πλαστικά και σακούλες τις ακτές μας, που δεν θα σηκώνουν μαζί με τη σημαία κι ένα όροφο παράνομα στο εξοχικό τους...
Η νέα ελληνική μυθολογία έχει χαρακτηριστικά, αντίστοιχα εκείνων που χαρακτήρισαν την «Μαντάμ Σουσού» του Δημήτρη Ψαθά. Φοράει φτερά και απεργάζεται μεγάλα σχέδια για το μέλλον. Αυτή είναι χαριτωμένη. Υπάρχει και μια μυθολογία που γίνεται επικίνδυνη. Παράγεται από διάφορους εγγράμματους (των ελληνικών πανεπιστημίων βέβαια) κι αγράμματους διαμορφωτές της κοινής γνώμης που συχνάζουν στα τηλεπαράθυρα...
Η δική μου πατρίδα παραείναι μεγάλη για να χωρέσει σε αυθαίρετες γραμμές στις οποίες κάποιοι κάποτε συμβιβάστηκαν. Η δική μου Ελλάδα δεν πετάει τίποτα από το μεγαλείο του κόσμου.
Η διαμάχη κυβέρνησης-ποδοσφαιριστών της Εθνικής μας επιτρέπει να κοστολογήσουμε την εθνική υπερηφάνεια: πρέπει να κυμαίνεται στα 12 εκατομμύρια ευρώ ή περί τα 4 χιλιόμετρα της νέας Εθνικής Οδού.
Τι μετάλλιο θα δίναμε στην κερκίδα που έγραψε λαμπρές σελίδες χουλιγκανισμού;
Αυτή τη στιγμή αντιπαλεύουν δύο Ελλάδες. Η Ελλάδα που προκόβει και η «Ελλάδα των Λιάνη-Τζέκου-Κεντέρη-Θάνου». Δεν μας αξίζει η δεύτερη, ούτε η παράγκα των αδιαφανών χρηματοδοτήσεων στον λόφο Σκουζέ.
H συζήτηση περί έθνους, φυλής, ράτσας κ.λ.π. είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο των πολιτικών ανά τους αιώνες, ένα εξαιρετικό μέσο απασχόλησης των κοινωνιολόγων, μια φοβερά απλοποιητική διαδικασία που βολεύει όλους όσους δεν θέλουν να πολυσκοτίζονται με την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης προσωπικότητας και των ανθρώπινων σχέσεων.
Η Ελλάδα δεν δείχνει να καίγεται για μετάλλια στα γράμματα και τις επιστήμες. Η ίδια κοινωνία που «ελληνοποιεί» στη συνείδησή της την κ. Μανιάνι, το αρνείται στον κ. Τσενάι. Το έλλειμμα πνευματικότητας παράγει περισσότερο έλλειμμα πνευματικότητας.
Πουθενά στον κόσμο η ήττα δεν είναι τόσο ορφανή, όπως και πουθενά στον κόσμο η επιτυχία δεν έχει το σύνολο του πληθυσμού της χώρας πατέρα.
Δεν ήταν μικρό πράγμα η κατάκτηση του κυπέλλου από την Εθνική μας Ομάδα, αλλά για όνομα του Θεού! Ήταν απλώς ποδόσφαιρο! Μπράβο στα παιδιά που τα κατάφεραν, αλλά η αντιστοιχία του πραγματικού με το σκηνικό που στήθηκε απέχει μακράν.
Πολλοί επένδυσαν στον πάνδημο ενθουσιασμό για την εκπληκτική πορεία της Εθνικής μας ομάδας. Από κανάλια μέχρι σταρ και στάρλετ...
Την χρειαζόμασταν αυτή τη επιτυχία και καλώς μας ήρθε. Έστω και στο ποδόσφαιρο. Μαζί της όμως επανέκαμψε και η Ελλάδα της υπερβολής. Με αντίστροφο πρόσημο από κείνο που είχε στο παρελθόν.
Ένα μικρό διήγημα πολιτικής φαντασίας για το μέλλον της Βρετανίας και την Ομοσπονδιακή Ευρώπη.
Χθες ο κ. Παουελ αναγνώρισε φραστικά τουρκοκυπριακό κράτος. «Εχθρική ενέργεια» το χαρακτήρισε ο κ. Παπαδόπουλος, αλλά τι προβλέπει το σχέδιο διαχείρισης του «Όχι»; Θα τους κηρύξει τον πόλεμο; Θα κηρύξει εμπορικό αποκλεισμό ή θα κλάψει μέχρι να τους συγκινήσει;
Αυτή τη στιγμή, ο ελληνισμός, με ευθύνη της Κυπριακής ηγεσίας, είναι χωρίς στόχους για το εθνικό ζήτημα. Αν δεν έχεις στόχο, δεν υπάρχει αξιολόγηση. Δεν ξέρεις ποια βήματα είναι μπρος και ποια είναι πίσω.
Αυτό που διαλαλούσαμε τριάντα χρόνια τώρα -ότι θέλουμε δηλαδή δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία- έπαψε να ισχύει. Καταψηφίστηκε και από τις δύο κοινότητες, άσχετα αν οι τουρκοκύπριοι ψήφισαν «ναι».